- ὑμεδαπός
- ὑ̱μεδαπός , ὑμεδαπόςyour countrymanmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υμεδαπός — ή, ό / ὑμεδαπός, ή, όν, ΝΑ 1. αυτός που κατάγεται από τον ίδιο τόπο με εσάς, ο συντοπίτης σας 2. ο δικός σας. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από θ. ὑμε τού ὑμεῖς κατά το πρότυπο τού ἡμεδαπός (βλ. λ. ημεδαπός)] … Dictionary of Greek
ὑμεδαπῶν — ὑ̱μεδαπῶν , ὑμεδαπός your countryman fem gen pl ὑ̱μεδαπῶν , ὑμεδαπός your countryman masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμεδαποῖσι — ὑ̱μεδαποῖσι , ὑμεδαπός your countryman masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμεδαπῆς — ὑ̱μεδαπῆς , ὑμεδαπός your countryman fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμεδαπήν — ὑ̱μεδαπήν , ὑμεδαπός your countryman fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)